- μισογυνισμός
- οτο να μισεί κανείς τις γυναίκες, το να είναι μισογύνης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Φωκυλίδης — Ελεγειακός ποιητής από τη Μίλητο (α’ μισό του 6ου αι. π.Χ.). Η ποίησή του έχει πολλά κοινά σημεία με του Ησίοδου, όπως τα εγκώμια της γεωργίας, η εξύμνηση της δικαιοσύνης, ο μισογυνισμός· μερικά αποσπάσματα θυμίζουν τον Θέογνι. Ο Φ. είχε τόσο… … Dictionary of Greek